- απόγνωση
- η (AM ἀπόγνωσις) [απογιγνώσκω]απελπισίαμσν.- νεοελλ.παραπλάνηση, ξεγέλασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απόγνωση — η απελπισία, αποθάρρυνση: Ύστερα από το θάνατο του μονάκριβου παιδιού τους ήταν σε απόγνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Desperate Housewives — Genre Comedy drama Mystery Created by Marc Cherry … Wikipedia
προαπογιγνώσκω — Α πέφτω σε απόγνωση εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπογιγνώσκω «βρίσκομαι σε απελπιστική θέση, σε απόγνωση»] … Dictionary of Greek
Μιστράλ, Γκαμπριέλα — (Gabriela Mistral, Βικούνια, Χιλή 1889 – Νέα Υόρκη, ΗΠΑ 1957). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Χιλιανής ποιήτριας Λουσίλα Γοδόι Αλκαϊάγκα (Lucila Godoy Alcayaga) το οποίο οφείλεται στον συνδυασμό των ονομάτων των δύο αγαπημένων της λογοτεχνών, του… … Dictionary of Greek
Adiexodo — ( Αδιέξοδο , Greek for Dead End ) was a Greek Punk band from Athens formed in 1983 by Dimitris Spyropoulos, Sotiris Theocharis, Stathis Papandreou, and Mimis Alimprantis. It was one of the first Greek Punk bands, along with Genia Tou Chaous, and… … Wikipedia
RIK 2 — Création 1992 Langue Grec Turc Anglais Pays … Wikipédia en Français
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
άσωτος — (I) η, ο (AM ἄσωτος, ον) (Ι) [σώζω] σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση 2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον 3. φρ. «ἀσώτως ἔχω»… … Dictionary of Greek
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek